μερκαπτο-

μερκαπτο-
χημ.
πρόθεμα το οποίο υποδηλώνει την παρουσία τής ομάδας -SH στο μόριο μιας οργανικής ένωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυστεΐνη — Θειούχο αμινοξύ, που περιέχει στο μόριό του μια ομάδα SH. Συμβολίζεται ως c ή cys. Ο χημικός της τύπος είναι C3H7NO2S και η χημική της ονομασία 2 αμινο 3 μερκαπτο προπιονικό οξύ. Η κ. είναι ασταθής ένωση και οξειδώνεται εύκολα σε κυστίνη… …   Dictionary of Greek

  • πενικιλ(λ)αμίνη — η (φαρμ.) κοινή ονομασία τού αμινο 2 μεθυλο 3 μερκαπτο 3βουτανοϊκού οξέος, τού οποίου το εναντιομερές D αποτελεί χαρακτηριστικό προϊόν τής, υδρόλυσης τών πενικιλλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. penicillamine < penicillin «πενικιλλίνη» + amine… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”